- ἐπερειστικός
- ἐπερ-ειστικός, ή, όν,A for support, βακτηρία Sch.E.Hec.64.II pressed home, vigorous,
ἐπιβολή Procl.
inPrm.p.845S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιβολή Procl.
inPrm.p.845S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επερειστικός — ἐπερειστικός, η, όν (Α) [επερείδω] 1. αυτός που στηρίζει, που υποστηρίζει 2. ρωμαλέος, δυνατός («ἐπερειστική ἐπιβολή», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ἐπερειστικῆς — ἐπερειστικός for support fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερειστικῶς — ἐπερειστικός for support adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)